ερείπωση

ερείπωση
[-ις (-εως)] η разрушение; превращение в развалины, руины

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ερείπωση" в других словарях:

  • ερείπωση — η (Μ ἐρείπωσις) [ερειπώνω] 1. η λεηλάτηση, η ερήμωση, το ρήμαγμα, η καταστροφή κατοικημένου τόπου 2. το γκρέμισμα, η καταστροφή οικοδομήματος ή πόλης …   Dictionary of Greek

  • ερείπωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερειπώνω. 2. η κατάσταση του ερείπιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …   Dictionary of Greek

  • δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …   Dictionary of Greek

  • κατένεξις — κατένεξις, έξεως, ἡ (AM, Μ και κατένεγξις) 1. καταφορά, φορά προς τα κάτω, πτώση 2. (για οίκημα) γκρέμισμα, ερείπωση μσν. 1. επίθεση 2. νεροποντή, ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ ήνεγκον, αόρ. β τού κατα φέρω] …   Dictionary of Greek

  • κατερείπωση — η (Α κατερείπωσις) [κατερειπώ] 1. πλήρης ερείπωση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα 2. μτφ. καταστροφή, ρήμαγμα …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»